Σκάνδαλο Wirecard: Η Γερμανία υφίσταται ταπείνωση επιπέδου Enron

Του Lionel Laurent

Μετά από κάθε οικονομικό σκάνδαλο, το ερώτημα που τίθεται σχεδόν αυτόματα είναι: Πού ήταν οι ρυθμιστικές αρχές;

Η απάντηση, συνήθως, είναι ότι τις είχε πάρει ο ύπνος στο τιμόνι – ή ότι είχαν πλήρη “μεσάνυχτα”. Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) άρχισε επίσημη έρευνα για την Enron το 2001, ο κολοσσός της εμπορίας ενέργειας είχε ήδη χάσει το 83% της αγοραίας αξίας του και βρισκόταν λίγες εβδομάδες από την κήρυξη πτώχευσης.

Πιο πρόσφατα, μια σειρά από σκάνδαλα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στην Ευρώπη έδειξαν ότι οι αρχές είχαν αγνοήσει τα προειδοποιητικά σημάδια πολλών ετών πριν τελικά οι υποθέσεις έλθουν στο φως.

Δεν μπορούν να επικαλεστούν άγνοια

Όσον αφορά την εντυπωσιακή κατάρρευση της “αγαπημένης” στο Βερολίνο γερμανικής εταιρείας fintech Wirecard, τα πράγματα είναι μάλλον ακόμη πιο ντροπιαστικά.

Γνωρίζουμε ακριβώς τι έκανε η BaFin, η ρυθμιστική αρχή για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Νο 1 οικονομίας της Ευρώπης, τους μήνες που οδήγησαν στη συγκλονιστική αποκάλυψη – τον Ιούνιο – ότι 1,9 δισεκατομμύρια ευρώ (2,2 δισεκατομμύρια δολάρια) μετρητά καταγεγραμμένα στα βιβλία της Wirecard δεν υπήρξαν ποτέ.

Όχι μόνο “έσερνε τα πόδια της” στη διερεύνηση ενός εθνικού πρωταθλητή στο πεδίο των ηλεκτρονικών πληρωμών, αλλά και κυνηγούσε τους ίδιους τους ανθρώπους που προσπαθούσαν να αποκαλύψουν τις αμφιλεγόμενες λογιστικές πρακτικές της εταιρείας.

Όταν τα αποδεικτικά στοιχεία για πρακτικές απάτης, τα οποία βασίζονταν σε μαρτυρίες πληροφοριοδοτών και εσωτερικά έγγραφα τα οποία βρέθηκαν στα χέρια των Financial Times άρχισαν να συσσωρεύονται, η BaFin υπέβαλε ποινική καταγγελία τον Απρίλιο – όχι κατά της εταιρείας αλλά εναντίον των δημοσιογράφων της εφημερίδας και ορισμένων short sellers.

Λίγους μήνες νωρίτερα, επέβαλε απαγόρευση του short-selling της μετοχής της εταιρείας, ένα σημάδι υποστήριξης για την Wirecard που γλίτωσε από την τεράστια πίεση που δεχόταν από τις χρηματοοικονομικές αγορές.

Χρόνια πριν, όταν η Zatarra Research είχε δημοσιεύσει μια έρευνα με αρνητικό περιεχόμενο, η οποία αμφισβητούσε τους διαδικασίας εκτίμησης ρίσκου της Wirecard το 2016, η BaFin επέλεξε επίσης να διερευνήσει τον “αγγελιοφόρο” και όχι την ίδια την εταιρεία.

Το πρόβλημα δεν είναι στενά γερμανικό

Φυσικά, οι θεσμικές προκαταλήψεις και τα γνωστικά “τυφλά σημεία” δεν είναι καινούργιο φαινόμενο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς των ΗΠΑ (SEC) απέτυχε να αποκαλύψει την “πυραμίδα Ponzi” του Bernie Madoff για δεκαετίες, ακόμη κι έπειτα από αρκετές προειδοποιήσεις ενός πληροφοριοδότη, κυρίως επειδή ο Madoff ήταν τόσο εξέχουσα προσωπικότητα του κατεστημένου της χώρας.

Η επιτυχία της Wirecard πιθανότατα τύφλωνε την BaFin με τον ίδιο τρόπο  που τύφλωνε ορκωτούς ελεγκτές, μετόχους και γερμανικά μέσα ενημέρωσης.

Προσπαθώντας ωστόσο να εξηγήσει κανείς πώς η BaFin κατέληξε να χρησιμοποιεί τους πεπερασμένους πόρους της για να κυνηγά τους επικριτές της Wirecard, τα σχόλια του επικεφαλής της, Felix Hufeld, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, αποκαλύπτουν το μέγεθος του προβλήματος.

Οι δικαιολογίες και η αμυντική στάση κυριαρχούν. Ο Hufeld ανέφερε ότι η BaFin δεν είχε τη δικαιοδοσία να διερευνήσει πλήρως την απάτη της Wirecard και ότι έκανε ό,τι μπορούσε για να παρακινήσει άλλα εποπτικά όργανα και εισαγγελείς να δράσουν.

Ο ίδιος έχει μάλιστα δηλώσει ότι, παρά την κατοχή άδειας τραπεζικής δραστηριότητας, η Wirecard στην πραγματικότητα χαρακτηριζόταν επισήμως από τις αρχές ως εταιρεία τεχνολογίας – ένα λάθος κατηγοριοποίησης τόσο μνημειώδες που αντιστοιχεί στο να χαρακτηρίζαμε ένα πιάτο μοσχαράκι bourgignon ως χορτοφαγικό.

Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η αποκάλυψη ότι εργαζόμενοι στην BaFin διαπραγματεύονταν μετοχές της Wirecard τους μήνες πριν τη χρεοκοπία της. Το επίπεδο των συναλλαγών μπορεί να ήταν γενικά χαμηλό, ωστόσο, δεδομένου του ρόλου της BaFin ως επόπτη, ο συμβολισμός είναι ο χείριστος.

Με τον Hufeld να αντιστέκεται στις εκκλήσεις για παραίτησή του και πολλά ερωτήματα να μένουν αναπάντητα, δεν είναι περίεργο που οι Γερμανοί βουλευτές αποφάσισαν να ξεκινήσουν μια πλήρη κοινοβουλευτική έρευνα. Αυτή αναμφίβολα θα έχει μια ευρύτατη διάσταση και θα εξετάσει τον βαθμό στον οποίο η Wirecard κρατούσε το πολιτικό και χρηματοοικονομικό κατεστημένο της Γερμανίας σε ομηρία.

Ώρα αλλαγών και μεταρρύθμισης

Αυτό που χρειάζεται πραγματικά, ωστόσο, είναι η μεταρρύθμιση του συστήματος ρυθμιστικής εποπτείας της Γερμανίας.

Αν και κανείς δεν αναμένει ότι ένα αμερικάνικου τύπου και ύφους καθεστώς ελέγχου θα εμφανιστεί μέσα σε μια νύχτα στη Γερμανία, υπάρχει η ελπίδα ότι η BaFin θα μπορέσει να προχωρήσει στην αυτοκάθαρσή της και θα λάβει διδάγματα από το σκάνδαλο.

Εκείνο που απαιτείται είναι περισσότερες μεταρρυθμίσεις, περισσότερη λογοδοσία και σοβαρή αναθεώρηση της κουλτούρας της BaFin. Ο Garen Markarian, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λωζάνης, εκτιμά ότι η ανώτατη διοίκηση πρέπει να αντικατασταθεί και όσοι υπάλληλοι της Αρχής διαπραγματεύτηκαν μετοχές της Wirecard πρέπει να τιμωρηθούν.

Θα πρέπει επίσης να υπάρχει αυστηρότερη εποπτεία των ορκωτών ελεγκτών, ένα πεδίο το οποίο σήμερα μοιράζεται άνισα μεταξύ της BaFin και μιας πολύ μικρότερης οντότητας, της AOB.

Οι διασυνδεδεμένες χρηματοοικονομικές αγορές της Ευρώπης απαιτούν ισχυρές ρυθμιστικές αρχές. Η Wirecard μπορεί να είναι μια ακραία και ειδική περίπτωση, ωστόσο αποκάλυψε κενά στο ρυθμιστικό πλαίσιο στη Γερμανία και την έλλειψη κατανόησης των κινδύνων που κομίζει η δραστηριότητα των εταιρειών επεξεργασίας πληρωμών και fintech.

Αυτό αποτελεί πρόβλημα δεδομένου του ολοένα και πιο συστημικού οικονομικού ρόλου του κλάδου της fintech – όπως φαίνεται από την είσοδο της Adyen NV στο δείκτη Euro Stoxx 50, την ώρα που η Societe Generale εξέρχεται από αυτόν. Μόνο ανησυχία μπορεί να προκαλεί το γεγονός ότι το 31% των εταιρειών fintech στην Ευρώπη δεν υπόκεινται σε κανένα ρυθμιστικό πλαίσιο.

Η βελτίωση της BaFin θα πρέπει να βοηθήσει στην αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων – ή, τουλάχιστον, να επιτρέψει σε δημοσιογράφους και short sellers να επιστρέψουν στην κανονική δραστηριότητά τους.

Πηγή: Bloomberg