Η πανδημία “γέννησε” ακόμη έναν δισεκατομμυριούχο: Πώς “απογείωσε” την Okta του Todd McKinnon

Του Noah Kirsch

Ο Todd McKinnon κάθεται μπροστά από την πράσινη οθόνη του υπολογιστή του. Παρά το παιδιάστικο πρόσωπο, τα μάτια του είναι “βαριά” καθώς μιλά για τις ενοχές του. Πάνω από το 10% του εργατικού δυναμικού της χώρας είναι άνεργοι, 178.000 Αμερικανοί έχουν χάσει τη ζωή τους από την πανδημία, ενώ η Καλιφόρνια είναι παραδομένη στις φλόγες. Την ίδια στιγμή, η εταιρεία cloud security Okta, του McKinnon “ανθίζει” και ο ίδιος μπήκε και επισήμως πλέον στο κλαμπ των δισεκατομμυριούχων. “Ο κόσμος αντιμετωπίζει τόσα προβλήματα, αλλά εγώ κάθομαι μπροστά από τον υπολογιστή μου όλη την ημέρα”, λέει ο 48χρονος επιχειρηματίας και προσθέτει: “Αισθάνομαι τύψεις γι’ αυτό”.

Η Okta, βέβαια, δεν αναπτύσσεται απλώς εν μέσω της πανδημίας· τροφοδοτείται απ’ αυτήν. Η εταιρεία -η οποία παρέχει υπηρεσίες ασφάλειας και βοηθά, μεταξύ άλλων, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς να ταυτοποιούν τους υπαλλήλους και τους πελάτες τους μέσω ενός προσαρμοσμένου κωδικού που αποστέλλεται στα κινητά τους- ελέω πανδημίας έγινε εν ριπή οφθαλμού “απαραίτητος” συνεργάτης για επιχειρήσεις, πανεπιστήμια ακόμη και κυβερνήσεις, που αναγκάζονται να στραφούν στην εξ αποστάσεως εργασία.

Για του λόγου το αληθές, η Okta από τον Μάρτιο μέχρι σήμερα έχει προσθέσει 1.000 νέους πελάτες στο πελατολόγιό της, που αριθμεί πλέον 8.950 επιχειρήσεις, ενώ και οι υφιστάμενοι πελάτες της έχουν διευρύνει την γκάμα των υπηρεσιών που χρησιμοποιούν.

Τον Μάιο, η FedEx πρόσθεσε περισσότερους από 85.000 υπαλλήλους της στο σύστημα της Okta, σε μόλις 36 ώρες. Από τη μεριά της, η εταιρεία διαχείρισης καζίνο MGM επέλεξε την υπηρεσία ανέπαφου check-in της Okta. Η εταιρεία του McKinnon υπέγραψε επίσης νέες συμφωνίες συνεργασίας με τον Ερυθρό Σταυρό της Αυστραλίας, την LVMH, την Equifax, τη Western Union και δεκάδες ακόμη επιχειρήσεις. Η ζήτηση “μοιάζει με τσουνάμι”, λέει ο McKinnon.

Η Okta εμφάνισε έσοδα 200 εκατ. δολαρίων το προηγούμενο τρίμηνο, αυξημένα κατά 43% σε ετήσια βάση. Η δε μετοχή της έχει σημειώσει άνοδο 70% το τελευταίο εξάμηνο και άνω του 1.200% από τη στιγμή της εισαγωγής της στο χρηματιστήριο, το 2017. Έτσι, σε σύντομο χρονικό διάστημα, η εταιρεία που συνίδρυσε ο McKinnon το 2009 έφτασε να αποτιμάται σε 27 δισ. δολάρια, ενώ ο ίδιος, που κατέχει το 4% του μετοχικού της κεφαλαίου, έχει περιουσία που υπολογίζεται σε 1,7 δισ. δολάρια. “Αυτή η φρικτή κατάσταση έχει γίνει πολύ περίπλοκη, ωστόσο η εταιρεία επωφελείται από αυτήν”, σημειώνει.

Την ώρα που παλεύει με τη συνείδησή του, ο McKinnon πρέπει επίσης να βρει τον δρόμο του μέσα στο κατακερματισμένο τοπίο που διέπει τον χώρο του cloud security -όπου μετέχουν Microsoft, Ping, IBM, Oracle- και να εξηγήσει εάν η Okta δικαιολογεί την υψηλή κεφαλαιοποίησή της. “Πιστεύουμε ότι η αποτίμηση μπορεί να εξελίσσεται σε φούσκα”, επιβεβαιώνει ο Mark Cash, αναλυτής μετοχών στη Morningstar, που παραμένει ωστόσο αισιόδοξος για τις προοπτικές της Okta μακροπρόθεσμα.

Για τον McKinnon, το πλεονέκτημα της Okta είναι απλό. Σε αντίθεση με τους μεγαλύτερους ανταγωνιστές της που συνήθως παρέχουν τα εργαλεία ασφάλειας “πακέτο” με το λογισμικό cloud που διαθέτουν, οι υπηρεσίες ασφάλειας της Okta είναι συμβατές με οποιαδήποτε πλατφόρμα, από την Office 365 της Microsoft έως την G Suite της Google. “Ελέγχουμε την ταυτότητα του πελάτη, τον εγγράφουμε και στη συνέχεια αποθηκεύουμε τις πληροφορίες χρήση καθενός εξ αυτών”, σημειώνει. Τόσο απλά.

Γεννημένος στο Φρίμοντ της Καλιφόρνια, έξω από το Σαν Χοσέ, ο McKinnon είχε εύκολα παιδικά χρόνια. Ο πατέρας του εργαζόταν ως στέλεχος εργατικού δυναμικού, ενώ η μητέρα του ασχολιόταν με τα οικιακά. Από νωρίς ο McKinnon έδειξε την κλίση του για τους υπολογιστές. Οι γονείς του δεν είχαν υπολογιστή, όμως ο πατέρας ενός φίλου του, που εργαζόταν ως αναλυτής δεδομένων, είχε. Η “συνεργασία” των δύο φίλων ήταν αμοιβαία επωφελής. “Εγώ ήμουν καλός στα γραπτά. Οπότε ουσιαστικά υπαγόρευα τις σχολικές εργασίες μας. Αυτός είχε υπολογιστή και ήξερε να πληκτρολογεί”, θυμάται.

Έτσι, παρότι ονειρευόταν να γίνει αμυντικός στην ομάδα μπέιζμπολ Oakland Athletics, ο McKinnon συνειδητοποίησε τελικά ότι δεν είχε ταλέντο και αποφάσισε να σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων στο Brigham Young University, όπου εισήλθε το 1989. Αποφοίτησε με μάστερ στους υπολογιστές από το Πολιτειακό Πολυτεχνικό Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια το 1995, ακριβώς τη χρυσή η εποχή των “dotcom”.

Για περίπου μια δεκαετία ο McKinnon εργάστηκε ως προγραμματιστής στην εταιρεία λογισμικού PeopleSoft, απ’ όπου μεταπήδησε στη Salesforce, όπου ανέλαβε επικεφαλής του τμήματος μηχανικής. Το 2009 παρατήρησε την διείσδυση του cloud computing και αποφάσισε να δημιουργήσει τη δική του επιχείρηση. Πρώτα όμως έπρεπε να πείσει τη γυναίκα του. Όπως είναι πλέον ευρέως γνωστό, ο McKinnon ετοίμασε σε Powerpoint μια παρουσίαση προκειμένου να την πείσει ότι το ρίσκο που ενείχε το εγχείρημα ήταν δικαιολογημένο. Στο καλύτερο σενάριο, προέβλεπε ότι η εταιρεία θα προχωρήσει σε αρχική δημόσια προσφορά της τάξης των 100 εκατ. δολαρίων. Η γυναίκα του επείσθη.

O McKinnon έδωσε στην εταιρεία ένα όνομα που θα περίμενε κανείς από έναν προγραμματιστή: SaaSure. Λίγο αργότερα συνεργάστηκε με έναν πρώην συνάδελφό του από τη Salesforce, τον Frederic Kerrest, και εκπόνησαν το αρχικό τους σχέδιο: να δημιουργήσουν ένα λογισμικό που θα επιτρέπει στις εταιρείες να μετρούν την αξιοπιστία των εφαρμογών τους που βασίζονται στο cloud.

Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι κανείς δεν ενδιαφερόταν τόσο για την αξιοπιστία του cloud. “(Οι πελάτες) μας έλεγαν, ‘ναι, είναι ένα ενδιαφέρον πρόβλημα. Αλλά δεν είναι προτεραιότητα’”, θυμάται ο Kerrest. Το πραγματικό πρόβλημα ήταν ότι οι εταιρείες δεν μπορούσαν να διαχειριστούν με ασφάλεια των χρήστες τους. “Κάπως έτσι ξεκινήσαμε”, προσθέτει.

Αρχικά, άλλαξαν την επωνυμία της εταιρείας σε Okta, ορολογία που χρησιμοποιούν οι πιλότοι για να ορίσουν τη νέφωση. Στη συνέχεια εξασφάλισαν κεφάλαια ύψους 10 εκατ. δολαρίων μέσω ενός γύρου χρηματοδότησης πρώτης φάσης, με επικεφαλής τον επενδυτή Andreessen Horowitz, ο οποίος είχε συμμετάσχει και ως πρώιμος επενδυτής στην εταιρεία. Και στρώθηκαν στη δουλειά.

Παρά το γεγονός όμως ότι η ιδέα τους ήταν εξαιρετική, η υλοποίηση εξακολουθούσε να αποτελεί δύσκολη υπόθεση. Οι μεγαλύτερες εταιρείες, που είχαν και τη μεγαλύτερη ανάγκη για τα εργαλεία ασφάλειας της Okta, όπως η δυνατότητα ταυτοποίηση δύο παραγόντων, δεν είχαν ακούσει ποτέ για την εταιρεία, επομένως δεν θα δέχονταν να συναντήσουν τους ιδρυτές της. “Ούτε καν το προϊόν μας δεν ήταν τόσο καλό όσο έπρεπε”, λέει ο Kerrest. Το λογισμικό είχε αρκετές ευπάθειες και ήταν αργό για εφαρμογή σε μεγάλη κλίμακα. Το 2011 “χάσαμε τον στόχο κατά πολύ”, σημειώνει ο Kerrest. Η εταιρεία είχε έσοδα κάτω του 1 εκατ. δολαρίων.

Παρ’ όλα αυτά, η Khosla Ventures και η Greylock διέβλεψαν ότι η εταιρεία έχει σημαντικές δυνατότητες και αποφάσισαν να συμμετάσχουν στο νέο γύρο χρηματοδότησης της Okta, το καλοκαίρι του 2011, ύψους 16,5 εκατ. δολαρίων. Από εκεί και μετά άρχισε η άνοδος. Καθώς το λογισμικό της εταιρείας έγινε πιο αξιόπιστο, μεσαίες εταιρείες άρχισαν να υπογράφουν συμφωνίες συνεργασίας με την Okta, ενώ ακολούθησαν και μεγάλες επιχειρήσεις. Οι McKinnon και Kerrest πέτυχαν για πρώτη φορά τον στόχο των πωλήσεών τους το τέταρτο τρίμηνο του 2011, εμφανίζοντας έσοδα άνω των 600.000 δολαρίων. Έως το 2015, τα έσοδα της εταιρείας είχαν εκτιναχθεί στα 41 εκατ. δολάρια.

Το 2017, η Okta εισήλθε στο χρηματιστήριο και αμέσως προσέλκυσε το ενδιαφέρον επενδυτών, εν μέρει διότι η τεχνολογία της ήταν εύκολα αντιληπτή. “Ο χώρος της κυβερνοασφάλειας βρίθει τεχνικών χαρακτηριστικών”, σημειώνει ο Joshua Tilton, αναλυτής της Berenberg Capital Markets. “Το λογισμικό της Okta γίνεται πολύ εύκολα κατανοητό. Αποτελεί ένα σύνολο διαπιστευτηρίων που μου παρέχει πρόσβαση σε όλες τις εφαρμογές μου όταν βρίσκονται στη δουλειά”, συμπληρώνει.

Και τότε έκανε την εμφάνισή του ο κορονοϊός. Λόγω των πολιτικών που εφαρμόστηκαν για εργασία από το σπίτι, οι αναλυτές της Wall Street άρχισαν να χρησιμοποιούν όλο και περισσότερο προϊόντα ασφαλούς σύνδεσης, όπως αυτά της Okta. “Η Okta ήταν ήδη μια ‘αγαπημένη’ επιλογή μετοχής πριν από την έλευση του κορονοϊού και έγινε ακόμη πιο ‘αγαπημένη’ από την εμφάνιση της πανδημίας και μετά”, σημειώνει ο Tilton.

Ακόμη και ο McKinnon παραδέχεται ότι έχει ενθουσιαστεί, παρά τις τύψεις που λέει ότι νιώθει. “Κοιτάζω την απόδοση της μετοχής, ή το ύψος της περιουσίας μου, και νομίζω ότι είναι ικανοποιητικό να βλέπω την επιτυχία της εταιρείας”, σημειώνει και προσθέτει: “Ξεκίνησα αυτήν την εταιρεία, και πραγματικά κόλλησα μαζί της. Πιστεύω πραγματικά στις δυνατότητές της”.

Πηγή: Forbes

Ακολουθήστε το στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.