Τα SOS για την επενδυτική… μαρίδα

Του Mohamed El-Erian*
Οι μικροεπενδυτές σπεύδουν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στις αγορές μετοχών καθώς το εντυπωσιακό ράλι των τελευταίων πέντε μηνών καταδεικνύει ότι οι μετοχές δεν έχουν προσλβηθεί από την κρίση που προκάλεσε στην οικονομία η πανδημία της Covid-19.

To φαινομενικά ατελείωτο ράλι στις αμερικανικές μετοχές δίνει την εντύπωση ότι το σύνολο των επαγγελματιών επενδυτών εγκρίνει και στηρίζει τα τρέχοντα επίπεδα τιμών. Άλλωστε, παρά τις ανησυχίες που έχουν ακουστεί σχετικά με την αποσύνδεση των αποτιμήσεων από τα θεμελιώδη οικονομικά και εταιρικά μεγέθη, λίγοι διαχειριστές κεφαλαίου έδειξαν πρόθυμοι να αμφισβητήσουν την αγορά και να «σορτάρουν».

Αλλά η εικόνα είναι πολύ πιο σύνθετη στην αγορά παραγώγων, η οποία αντανακλά την πιο εκλεπτυσμένη οπτική καταρτισμένων επενδυτών. Οι μικροεπενδυτές πρέπει να το λάβουν αυτό υπόψη τους.

Είναι δύσκολο να υπερεκτιμήσει κανείς το μέγεθος της ανάληψης ρίσκου στις αμερικανικές αγορές. Η εκτίναξη συγκεκριμένων χαρτιών (όπως της Apple και της Tesla) έχει δώσει ώθηση στη διαρκή άνοδο των μετοχών, οδηγώντας σε διαδοχικά ρεκόρ τον τεχνολογικό δείκτη Nasdaq και τον S&P 500.

Μεγάλη είναι και η διάδοση ευέλικτων επενδυτικών εφαρμογών, ιδανικών για τη γενιά των millennial, όπως το Robindhood και διάφορων προγραμμάτων κλασματικών μετοχών, καθώς γίνεται γενικότερα πιο εύκολο για τους μικρούς επενδυτές να στοιχηματίσουν στην αγορά.

Εν τω μεταξύ, ξεφυτρώνουν διαρκώς εταιρείες εξαγοράς ειδικού σκοπού, οι οποίες συχνά δίνουν ελάχιστες ή καθόλου λεπτομέρειες για το πεδίο που δραστηριοποιούνται και την εξειδίκευσή τους. Σχεδόν $24 δισ. έχουν αντληθεί ως τώρα από αυτά τα οχήματα εν λευκώ χρηματοδότησης, μια αύξηση 70% σε σχέση με το 2019.

Αυτή η πολυεπίπεδη ζήτηση για επενδύσεις με υψηλό ρίσκο συμπίπτει με μια πιο αποδυναμωμένη διαχείριση ρίσκου στα διαφοροποιημένα χαρτοφυλάκια. Ολοένα και περισσότερο, ο αντισταθμιστικός ρόλος που διαδραμάτιζαν τα κρατικά ομόλογα αντικαθίσταται από τη μεγαλύτερη χρήση εταιρικού χρέους. Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο όπου οι εταιρείες εκδίδουν χρέος με ρυθμό-ρεκόρ και με εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις, προσφέροντας ισχνή αποζημίωση στους επενδυτές που αναλαμβάνουν μεγαλύτερη έκθεση σε πιθανές χρεοκοπίες, σε ένα ιδιαίτερα ευμετάβλητο περιβάλλον.

Πολλά από τα παραπάνω θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν ως βάθεμα της αγοράς, αν δεν υπήρχε ένα ανησυχητικό δεδομένο: τα θεμελιώδη μεγέθη των εταιρειών και της οικονομίας δεν αντανακλούν μια σταθερή και πειστική ανάκαμψη από το πλήγμα της Covid-19.

H ενίσχυση της κατανάλωσης επιβραδύνεται. Οι αιτήσεις για επίδομα ανεργίας στις ΗΠΑ σκαρφάλωσαν πάνω από το 1 εκατομμύριο για δεύτερη διαδοχική εβδομάδα. Η ανάκαμψη της λιανικής κίνησης και άλλοι δείκτες υψηλής συχνότητας. Οι χρεοκοπίες αυξάνονται. Και με το Κογκρέσο να μην έχει συμφωνήσει ακόμα σε ένα νέο πακέτο ανακούφισης, μεγαλώνουν οι κίνδυνοι οι βραχυπρόθεσμες διαταραχές να μετατραπούν σε βαθιές, μόνιμες πληγές.

Περισσότερο από ένα καλά μελετημένο στοίχημα για το μέλλον, οι μετοχές αντανακλούν την πίστη πολλών επενδυτών σε ένα διαρκώς ευνοϊκό και προβλεπόμενο περιβάλλον ρευστότητας. Είναι μια πεποίθηση που βρίσκει στήριγμα στη σταθερή παροχή τόνωσης από τις κεντρικές τράπεζες -η οποία εδραιώθηκε περαιτέρω από την ομιλία του προέδρου της Fed Τζερόμ Πάουελ, την περασμένη εβδομάδα. Πολλοί αναλυτές την ερμήνευσαν ως παγιοποίηση της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής που μέχρι τότε καθοριζόταν από την πορεία των οικονομικών στοιχείων.

Eκ πρώτης όψεως, η αγορά παραγώγων παρουσιάζει την ίδια εικόνα. Αυτοί που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα «σόρταραν» την αγορά εν μέσω ανησυχιών για υπερβολική άνοδο των αποτιμήσεων δεν φαίνονται διατεθειμένοι να ισοπεδωθούν για μία ακόμα φορά από την ευνοϊκή ρευστότητα και τη συνακόλουθη τακτική του «buy the dip».

Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία που εκπέμπουν διαφορετικό σήμα. Τις τελευταίες εβδομάδες, ο φόβος των επενδυτών ότι θα μείνουν έξω από το ράλι στις μετοχές εκφράζεται περισσότερο μέσω call option -συμβόλαια που δίνουν στον κάτοχό τους το δικαίωμα να αγοράσει σε μια προκαθορισμένη στιγμή στο μέλλον- παρά μέσω καθαρών long τοποθετήσεων. Αυτό περιορίζει το ρίσκο και δίνει στους επενδυτές τη δυνατότητα να συμμετέχουν στα ράλι. Συνοδεύεται από αντισταθμιστική προστασία που καλύπτει τα χαρτοφυλάκια σε περίπτωση sell-off.

Εν τω μεταξύ, ο δείκτης μεταβλητότητας VIX έχει αποσυνδεθεί από τους χρηματιστηριακούς δείκτες.

Είναι ένα ακόμα σημάδι ότι μια μεγάλη διόρθωση στην αγορά, αν τελικά υπάρξει, θα ενθαρρύνει τις πωλήσεις από τους επαγγελματίες επενδυτές, συμπαρασύροντας τους μικροεπενδυτές που ακολούθησαν την τακτική του «buy the dip». Πρόκειται για μια επίφοβη εξέλιξη για τους κεντρικούς τραπεζίτες, τις ρυθμιστικές αρχές και τους οικονομολόγους.

Ναι, θα χρειαστεί ένα ισχυρό σοκ για να κινηθούν οι αγορές σημαντικά χαμηλότερα -όπως αυτό μιας νέας οικονομικής κάμψης, ενός σημαντικού λάθους στη νομισματική ή δημοσιονομική πολιτική ή χρεοκοπίες και προβλήματα ρευστότητας. Αλλά αν συμβεί κάτι τέτοιο, η πιθανότητα νέας αναταραχής στις αγορές θα είναι μεγάλη, ειδικά από τη στιγμή που δεν υπάρχουν αρκετά «σορταρίσματα» για να απορροφήσουν την πτώση.

Αυτό εκθέτει τους μικροεπενδυτές σε δυνητικά μεγάλες απώλειες. Δημιουργεί κίνδυνο ευρύτερης οικονομικής ζημιάς και μπορεί να οδηγήσει τις κεντρικές τράπεζες σε ακόμα μεγαλύτερη στρέβλωση των τιμών και στην υπονόμευση του ρόλου των αγορών να κατανέμουν αποτελεσματικά τους πόρους στην οικονομία.

* Ο αρθρογράφος είναι επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος της Allianz και πρόεδρος του Queens College στο Πανεπιστήμιο Cambridge.

Πηγή: Financial Times