Πόσο κοντά έχει φτάσει ένας πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας στην Ταϊβάν (και πώς μπορεί να αποφευχθεί)

Της Συντακτικής Ομάδας του Bloomberg Opinion

Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ εξαπολύει “σωρηδόν” πυρά στον “ψυχρό πόλεμο” που έχει κηρύξει εναντίον της Κίνας και οι πιθανότητες ενός θερμού πολεμικού επεισοδίου γύρω από την Ταϊβάν φαίνεται να αυξάνονται.

Για να αποφευχθεί μια καταστροφική σύγκρουση, οι ΗΠΑ θα ήταν συνετό να αποφύγουν την αδέξια, αυτοκαταστροφική προκλητικότητα και να αφιερώσουν πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια στην ήρεμη και “αθόρυβη” αποτροπή.

Το στοίχημα των επόμενων μηνών
Οι επόμενοι μήνες θα μπορούσαν να αποδειχθούν ιδιαίτερα επικίνδυνοι. Και οι δύο χώρες έχουν αυξήσει τους ναυτικούς ελιγμούς τους στα στενά της Ταϊβάν φέτος, ακόμη και τώρα που η επικοινωνία μεταξύ των στρατιωτικών τους επιτελείων έχει περιοριστεί επικίνδυνα.

Η καθεμιά θεωρεί ότι η άλλη επιδίδεται σε “προκλητικές” κινήσεις: η Κίνα διεξάγει στρατιωτικούς ελιγμούς και έχει εγκαταλείψει τη ρητορική περί “ειρηνικής” επανένωσης με το νησί. Οι ΗΠΑ αναβαθμίζουν τους διπλωματικούς δεσμούς με την Ταϊβάν και πωλούν στην Ταϊπέι πιο εξελιγμένα όπλα.

Η Κίνα, η οποία έχει πρόσφατα άνοιξε “μέτωπα” με την Ινδία και την Αυστραλία, ενώ περισφίγγει τον κλοιό της στο Χονγκ Κονγκ, μοιάζει ολοένα και πιο ανεξέλεγκτη στις φιλοδοξίες της. Φωνές με ειδικό βάρος πιέζουν τις ΗΠΑ να εγκαταλείψουν την παραδοσιακά διφορούμενη στάση τους και να δεσμευθούν επισήμως σε στρατιωτική υπεράσπιση της Ταϊβάν.

Η σημασία της υπέρασπισης της Ταϊβάν
Ζωτικής σημασίας συμφέροντα των ΗΠΑ αναμφίβολα διακυβεύονται εκεί. Όπως έχουν τα πράγματα, οι σύμμαχοι της Αμερικής στην Ασία αναμένουν από τις ΗΠΑ να προστρέξουν σε βοήθεια της Ταϊβάν. Μια αποτυχία σε αυτό το πεδίο θα τραυμάτιζε ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία των ΗΠΑ και θα ωθούσει χώρες όπως οι Φιλιππίνες, η Νότια Κορέα και η Ιαπωνία είτε να αναζητήσουν ένα modus vivendi με την Κίνα είτε να αναπτύξουν τα δικά τους πυρηνικά αποτρεπτικά μέσα.

Από στρατηγική άποψη, η απόκτηση του ελέγχου της Ταϊβάν θα επέτρεπε στην Κίνα να προβάλει την εξουσία της στον δυτικό Ειρηνικό – ωθώντας τις ΗΠΑ πιο μακριά από τις κινεζικές ακτές, απειλώντας τον ενεργειακό εφοδιασμό της Ιαπωνίας και ενισχύοντας τις επιδιώξεις του Πεκίνου για περιφερειακή ηγεμονία. Επίσης, η Ταϊβάν είναι μια ακμάζουσα δημοκρατία και ένας βασικός κόμβος όσον αφορά τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού στον κλάδο της τεχνολογίας.

Το ερώτημα είναι ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να αποτρέψει κανείς μια κινεζική επίθεση. Το έργο αυτό έχει καταστεί πιο δύσκολο σε σχέση με τις προηγούμενες δεκαετίες. Η Κίνα έχει ξοδέψει δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια τα τελευταία χρόνια σε πυραύλους, αεροσκάφη και αμφίβιες δυνάμεις που έχουν σχεδιαστεί για να σαρώσουν γρήγορα τις αμυντικές γραμμές της Ταϊβάν.

Έχει επίσης αναπτύξει πυραύλους που είναι σχεδιασμένα ώστε να βυθίζουν πλοία, αντι-δορυφορικά όπλα και δυνατότητες στον κυβερνοχώρο που έχουν σχεδιαστεί για αποτροπή έναντι του ναυτικού των ΗΠΑ. Σύμφωνα με πληροφορίες, οι προσομοιώσεις πολεμικής σύρραξης δείχνουν ότι οι ΗΠΑ θα υφίσταντο βαριές απώλειες σε οποιαδήποτε τέτοια σύγκρουση. Οι σχεδιαστές στρατηγικής της Κίνας το γνωρίζουν. Πιθανόν να τείνουν προς μια υπερβολική αυτοπεποίθηση, ενθαρρύνοντας τους σκληροπυρηνικούς του Πεκίνου να δράσουν.

Η ανερμάτιστη στρατηγική Τραμπ έναντι της Κίνας
Η Κίνα έχει επίσης να συνυπολογίσει την ευρεία εκστρατεία της κυβέρνησης Τραμπ για την αμφισβήτηση των θέσεων που έχει κατακτήσει το Πεκίνο στο εμπόριο, την τεχνολογία, την περιφερειακή πολιτική και σε οποιονδήποτε άλλο τομέα μπορεί να περάσει από το μυαλό του προέδρου των ΗΠΑ. Ορισμένες από αυτές τις κινήσεις της Ουάσινγκτον εδράζονται σε λογικότατες ανησυχίες.

Ωστόσο οι ενέργειες της αμερικανικής κυβέρνησης ήταν συνήθως ανερμάτιστες, τέθηκαν σε εφαρμογή αδέξια, ενώ αποδείχθηκαν και αναποτελεσματικές και δαπανηρές για την οικονομία των ΗΠΑ. Γενικά περισσότερο προσαρμοσμένες ώστε να εντυπωσιάσουν ένα εσωτερικό κοινό παρά για να αλλάξουν πραγματικά την συμπεριφορά της Κίνας, θα μπορούσαν να είχαν σχεδιαστεί βασικά για να σοκάρουν και να εξευτελίσουν το Πεκίνο – δηλαδή να προκαλέσουν άσκοπα. Αυτό ασκεί πίεση στους ηγέτες της Κίνας να δείξουν ότι δεν θα οδηγηθούν σε υποχώρηση γύρω από το ζήτημα της Ταϊβάν ή από οποιοδήποτε άλλο θέμα.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ισχυρίζεται, σωστά, ότι οι προσπάθειές της μέχρι στιγμής προκειμένου να ενισχύσει τους δεσμούς με την Ταϊβάν παραμένουν εντός των ορίων της παραδοσιακής πολιτικής της περί της “μιας και μόνης Κίνας”.

Η τελευταία αναγνωρίζει την κυβέρνηση στο Πεκίνο ως τη μοναδική νομική κυβέρνηση της Κίνας, ωστόσο δεν λαμβάνει θέση στο ζήτημα της κυριαρχίας επί της Ταϊβάν. Είναι ζωτικής σημασίας να συνεχιστεί αυτή η λογική, ακόμη και την ώρα που οι ΗΠΑ επιδιώκουν στενότερους οικονομικούς, τεχνολογικούς, στρατιωτικούς και διπλωματικούς δεσμούς με το νησί.

Ο σεβασμός στο status quo για το ζήτημα της κυριαρχίας δεν αποκλείει, για παράδειγμα, μια νέα διμερή εμπορική συμφωνία με την Ταϊβάν, όπως προτάθηκε από ομάδα γερουσιαστών των ΗΠΑ. Ωστόσο, ο Λευκός Οίκος πρέπει να αντισταθεί σε κάθε προσπάθεια ηγετών της Ταϊβάν να ξεπεράσουν τα όρια και πρέπει να απορρίψει τις πλέον “ακραίες” προτάσεις και εκείνους που τις προωθούν εντός ΗΠΑ.

Αν και η ιδέα της ανοιχτής υπεράσπισης του νησιού δεν είναι παράλογη, θα μπορούσε επίσης να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα απ’ όσα θα έλυνε. Η Κίνα θα την θεωρούσε παραβίαση του στάτους κβο. Ορισμένοι ηγέτες της Ταϊβάν πιθανόν να αισθάνονταν πιο ελεύθεροι να αρχίσουν να ενεργούν βεβιασμένα. Το πιο σημαντικό, στην περίπτωση που οι ΗΠΑ δεν διαθέτουν σαφώς τα μέσα για να επικρατήσουν σε μια τέτοια σύγκρουση, θα είχαν τραβήξει μια “κόκκινη γραμμή” η οποία δεν θα είχε αξιοπιστία.

Η “ήρεμη” αποτρεπτική δύναμη
Ένας καλύτερος τρόπος είναι να ασκεί κανείς αποτροπή έναντι της Κίνας μέσω ανάπτυξης δυνατοτήτων και συμμαχιών, αποφεύγοντας παράλληλα την “πρόκληση για την πρόκληση”.

Για τον σκοπό αυτό, οι ΗΠΑ θα πρέπει να αναπτύξουν γρήγορα νέες επιχειρησιακές ιδέες και να επενδύσουν σε οπλικά συστήματα – συμπεριλαμβανομένων πυραύλων μεγάλης εμβέλειας κατά πλοίων, επιφανειακών και υποθαλάσσιων drone, τεχνητής νοημοσύνης και ανθεκτικών δικτύων πεδίου μάχης – προκειμένου να αντισταθμίσουν τα ασύμμετρα πλεονεκτήματα της Κίνας. Η ιδέα να γίνει το νησί “σκατζόχοιρος” με την πώληση όπλων όπως νάρκες θαλάσσης, drones και παράκτια αμυντικά πυραυλικά συστήματα – αντί για περισσότερα άρματα μάχης και F-16 – είναι ορθή.

Οι ηγέτες της Ταϊβάν πρέπει επίσης να επικεντρωθούν στην αναβάθμιση των εφεδρικών δυνάμεών τους για την απόκρουση οποιασδήποτε κινεζικής εισβολής.

Οι ΗΠΑ μπορούν να σηματοδοτήσουν την αποφασιστικότητά τους ήσυχα, χωρίς ρητές αμυντικές δεσμεύσεις. Η ανοικοδόμηση των σχέσεων με τους παραδοσιακούς συμμάχους τους στην Ασία είναι ζωτικής σημασίας.

Ένα καλό ξεκίνημα θα ήταν να αποφεύγουν να τους “μειώνουν” σε ζητήματα που σχετίζονται με το εμπόριο και να αμφισβητούν το πόσα χρήματα πληρώνουν προκειμένου να στεγάζουν στρατεύματα των ΗΠΑ. Πρέπει να συζητηθεί ο ρόλος που θα διαδραμάτιζε κάθε μία από αυτές τις χώρες σε μια οποιαδήποτε σινοαμερικανική σύγκρουση. Η Ουάσινγκτον πρέπει επίσης να διερευνήσει την πιθανότητα μιας ευρύτερου φάσματος συνεργασίας για την ασφάλεια με μη παραδοσιακούς εταίρους της στην περιοχή, όπως το Βιετνάμ.

Τέλος, οι ΗΠΑ θα πρέπει να συντονιστούν ευρύτερα με Ευρωπαίους συμμάχους τους και άλλα κράτη εκτός της περιοχής – αποκαθιστώντας φιλίες που και πάλι ο Τραμπ τραυμάτισε τόσο απερίσκεπτα.

Καθοδηγούμενος από τις ΗΠΑ, ο κόσμος πρέπει να καταστήσει σαφές στο Πεκίνο ότι μια απρόκλητη επίθεση εναντίον της Ταϊβάν θα είχε μακροχρόνιες και βαθιές οικονομικές συνέπειες. Η Κίνα έχει κερδίσει πάρα πολλά από την ειρηνική αλληλεπίδραση με άλλες χώρες – περισσότερα, ίσως, από οποιαδήποτε άλλη χώρα στην ιστορία.

Οι Κινέζοι ηγέτες τονίζουν ότι θα δέχονταν να καταβάλουν οποιοδήποτε τίμημα προκειμένου να “επανενώσουν” τη χώρα τους. Ευγενικά αλλά σταθερά, ο κόσμος πρέπει να τους καταστήσει σαφές πόσο υψηλό θα μπορούσε να είναι αυτό το τίμημα.

Πηγή Bloomberg