Πόσο μπορούμε να εμπιστευόμαστε όσα μας λένε οι τράπεζες για τη χρηματοοικονομική “υγεία” τους

Της Elisa Martinuzzi

Δώδεκα χρόνια μετά την χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οι καταθέτες και οι επενδυτές πραγματικά δεν θα έπρεπε να αμφιβάλλουν για το εάν μπορούν να εμπιστευτούν τη μέθοδο με την οποία οι τράπεζες μετρούν την χρηματοοικονομική τους βιωσιμότητα και ισχύ.

Ωστόσο, λόγοι οι οποίοι δικαιολογούν έναν κάποιο σκεπτικισμό συνεχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους.

Οι διαπιστώσεις της Bank of England
Η κεντρική τράπεζα του Ηνωμένου Βασιλείου (Bank of England) την περασμένη εβδομάδα σημείωσε ότι ορισμένα χρηματοπιστωτικά ιδεύματα ενδέχεται να υποεκτιμούν την επισφάλεια των στεγαστικών δανείων που έχουν χορηγήσει.

Οι τράπεζες οι οποίες χρησιμοποιούν τα δικά τους μοντέλα προκειμένου να κάνουν αυτούς τους υπολογισμούς – συνήθως οι μεγαλύτερες και με τα πιο εξελιγμένα συστήματα – αποδίδουν κατά μέσο όρο έναν συντελεστή κινδύνου 10% στα ενυπόθηκα δάνειά τους.

Το ποσοστό αυτό είναι χαμηλό σε σύγκριση με τα συγκεκριμένα επίπεδα σε ιστορική κλίμακα και είναι μόλις ένα κλάσμα του 35% του συντελεστή στάθμισης τον οποίο οι τράπεζες αποδίδουν σε δανεισμό για ακίνητα όταν χρησιμοποιούν ένα τυπικό μοντέλο και όχι μια κατά παραγγελία προσέγγιση. Πρόκειται για ανησυχητική απόκλιση.

Ακόμα και σε δάνεια που υπό κανονικές συνθήκες θα πρέπει να είναι της ίδιας ποιότητας, τα τραπεζικά ιδρύματα αποδίδουν διαφορετικούς συνελεστές κινδύνου. Μεταξύ των τραπεζών, τα ποσοστά όσον αφορά τη στάθμιση κινδύνου κυμαίνονται από 4% έως 17%, σύμφωνα με την βρετανική ρυθμιστική αρχή.

Με τις τράπεζες να “κάθονται” επάνω σε ένα βουνό στεγαστικών δανείων συνολικού όγκου εκατοντάδων δισεκατομμυρίων λιρών, η κρίση τους σχετικά με την επισφάλεια των στεγαστικών δανείων έχει τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομική τους ανθεκτικότητα – και μάλιστα εν μέσω πανδημίας. Η ανησυχία της BoE είναι ένα προειδοποιητικό “σήμα”.

Η αμφιβολία
Οι τράπεζες υποχρεούνται να διατηρούν ένα ελάχιστο ποσό κεφαλαίου έναντι των δανείων που χορηγούν, αφού έχουν πραγματοποιήσει τις απαραίτητες προσαρμογές σχετικά με την επισφάλεια των τελευταίων. Αυτή η διαδικασία υπολογισμού των λεγόμενων “σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων” είναι εξαιρετικά περίπλοκη. Οι εξωτερικοί παράγοντες, ακόμη και οι ορκωτοί ελεγκτές, δεν έχουν μέσα προκειμένου να αμφισβητήσουν τα στοιχεία που δίνει η κάθε τράπεζα.

Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι οι τράπεζες μπορούν να κάνουν τον εαυτό τους να φαντάζει πιο ασφαλής απ’ ό,τι είναι στην πραγματικότητα, εάν οι υπολογισμοί τους οδηγούν σε μια χαμηλότερη αποτίμηση κινδύνου για τα περιουσιακά τους στοιχεία σε σχέση με εκείνον που θα έδινε μια πιο συντηρητική προσέγγιση ως προς αυτό τον υπολογισμό.

Οι τράπεζες του Ηνωμένου Βασιλείου δεν είναι οι μόνες που βρίσκονται αντιμέτωπες με έναν νέο έλεγχο των μοντέλων στάθμισης κινδύνου τους. Η ρυθμιστική αρχή της Σουηδίας ζήτησε πρόσφατα από τη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, τη Svenska Handelsbanken, να στραφεί σε ένα κλασικό μοντέλο αντί για το δική της εσωτερική μέθοδο για τον υπολογισμό του ποσοστού του ρίσκου που αναλαμβάνει η βρετανική θυγατρική της.

Το χαρτοφυλάκιο αυτό αποτελείται κυρίως από συμμετοχές σε εμπορικά και οικιστικά ακίνητα και αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 10% των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου.

Ως αποτέλεσμα της υποχρεωτικής αλλαγής, το βασικό κεφάλαιο της σουηδικής τράπεζας με τα 149 χρόνια ιστορίας θα υποστεί πλήγμα όταν μετρηθεί σε σχέση με τα σταθμισμένα περιουσιακά στοιχεία, χάνοντας περίπου 1,6 εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με τον δείκτη Tier 1 του 18,7% που δήλωνε τον Ιούνιο, σύμφωνα με αναλυτές της UBS Group.

Ακόμη και για μια τράπεζα που ισχυρίζεται ότι είναι μια από τις ισχυρότερες στον κόσμο από χρηματοοικονομική άποψη, αυτή η διάβρωση ανθεκτικότητάς δεν αποτελεί σφάλμα στρογγυλοποίησης ή αμελητέας σημασίας ζήτημα. Τα κεφαλαιακά αποθέματά της εξακολουθούν φυσικά να ξεπερνούν άνετα τα όρια των απαιτήσεων των ρυθμιστικών αρχών, ωστόσο η premium αποτίμηση της Handelsbanken στο χρηματιστήριο αποτελεί σε μεγάλο βαθμό συνάρτηση της φήμης περί του συντηρητισμού της σε ζητήματα κεφαλαιακής επάρκειας.

Η ρυθμιστική αρχή απλούστατα έκανε σαφές ότι έχει έρθει η ώρα να χρησιμοποιούμε τον ίδιο τύπο υπολογισμού της επισφάλειας των περιουσιακών στοιχείων στο Ηνωμένο Βασίλειο τόσο σε επίπεδο θυγατρικής όσο και σε επίπεδο ομίλου, ενώ διευκρίνισε ότι η κίνηση δεν σχετίζεται με το ζήτημα του Brexit.

Πανδημία και επαγρύπνηση
Δεν πρόκειται για την πρώτη περίπτωση κατά την οποία, το τελευταίο διάστημα, ο υπολογισμός της στάθμισης κινδύνου τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η βρετανική Metro Bank διερευνάται από τους εποπτικούς φορείς του Ηνωμένου Βασιλείου για την εξαιρετικά “γενναιόδωρη” εκ μέρους της αποτίμηση της αξίας ορισμένων περιουσιακών της στοιχείων.

Οι ρυθμιστικές αρχές επέβαλαν πρόστιμο στη Citigroup το οποίο αντιστοιχεί σε 57 εκατομμύρια δολάρια, εν μέρει επειδή η εταιρεία υποβάθμισε την επισφάλεια περιουσιακών στοιχείων της στο παράρτημά της στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Τα καλά νέα είναι ότι οι τράπεζες της Ευρώπης δεν θα μπορούν να βασίζονται τόσο – στο μέλλον – στα δικά τους μοντέλα “black-box” για τον υπολογισμό του ποσοστού επισφάλειας. Αυστηρότεροι κανόνες είναι προγραμματισμένο να τεθούν σταδιακά σε εφαρμογή από το 2023.

Αυτό βέβαια θα μπορούσε να οδηγήσει ευρωπαϊκές τράπεζες στο να χρειάζονται 135 δισεκατομμύρια ευρώ (159 δισεκατομμύρια δολάρια) σε νέα κεφάλαια, σημειώνουν οι ρυθμιστικές αρχές.

Αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν θα λύσουν πλήρως το πρόβλημα και, έτσι κι αλλιώς, απέχουν περί τα δύο χρόνια. Υπάρχει, είναι η αλήθεια, μια γενική διάθεση επιείκειας έναντι των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων αυτή τη στιγμή λόγω της πανδημίας.

Ο λεγόμενος “δείκτης μόχλευσης” των τραπεζικών ιδρυμάτων, ένα κάπως πιο “αμβλύ” μέτρο χρηματοοικονομικής ισχύος το οποίο δεν λαμβάνει υπ’ όψιν του την επισφάλεια των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών, λαμβάνει επίσης “περίοδο χάριτος” για ορισμένο χρόνο.

Αυτή η ανοχή, ωστόσο, πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα από αυξημένα επίπεδα επαγρύπνησης.

Πηγή Bloomberg