Μπορούν οι ΗΠΑ να ανακτήσουν την παγκόσμια ηγετική τους θέση;

Rosa Balfour, διευθύντρια του Carnegie Europe

Οι Ευρωπαίοι μπορεί να μην αγαπούν πια την Αμερική, αλλά οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εύχονται σε μια αποκατάσταση της ηγετικής της θέσης. Εάν ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, Joe Biden, γίνει ο επόμενος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, το 2021 θα ξεκινήσει με συμφιλιωτική διπλωματία μεταξύ παλιών διατλαντικών συμμάχων.

Τέσσερα χρόνια ριζοσπαστικής ρεβιζιονιστικής αμερικανικής διεθνούς πολιτικής, έχουν ενθαρρύνει τους απολυταρχικούς ηγέτες ανά τον κόσμο, ενισχύοντας τον τυχοδιωκτισμό σε διεθνές επίπεδο, κλιμακώνοντας τη σύγκρουση στα ευρωπαϊκά Σύνορα και σπέρνοντας το διχασμό μεταξύ των εταίρων. Παρόλα αυτά, η ΕΕ δεν έχει ξεπεράσει την αδυναμία της να διαχειρίζεται να γεωπολιτικά και χρειάζεται τον παλιό της σύμμαχο.

Αλλά δεν θα υπάρξει κόκκινο χαλί για την παλιά διατλαντική σχέση. Το σημάδια της Ουάσιγκτον δεν θα λάμψει στην Ευρώπη. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική θα αντικατοπτρίζει τις προσπάθειες για την επούλωση της εγχώριας πόλωσης και τη στροφή προς την Ασία, με την Κίνα ως τη βασική ανησυχία. Η υπαρξιακή αγωνία της ΕΕ για την ψηφοφορία με ειδική πλειοψηφία στην εξωτερική πολιτική ή ο συμβολισμός των Συνόδων Κορυφής, θα αντιμετωπιστεί με ανυπομονησία. Αυτό το μήνυμα έχει παραδοθεί επανειλημμένως από διάφορους αποστολείς. Η ωρίμανση του σε έναν διεθνή παράγοντα, έχει καθυστερήσει πολύ.

Η Ευρώπη ίσως να μην είναι καλή στα γεωπολιτικά, αλλά δεν θα παίξει “μπάλα” με τις ΗΠΑ σε όλα τα θέματα -για παράδειγμα, στην άμυνα, στην τεχνολογία και στο εμπόριο. Και θα θέλει να χρησιμοποιήσει τα χαρτιά της ως παγκόσμιος ηγέτης στην κλιματική αλλαγή και στην πολυμέρεια. Θα πρέπει να αναμένονται σημαντικές αναπροσαρμογές στην αμερικανική ηγεσία και στις φιλίες της, με διαδικασίες μάθησης που απαιτούνται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού.

Dmitri Trenin, διευθυντής του Carnegie Moscow Center
Η αμερικανική ηγετική θέση βρισκόταν στο υψηλότερο επίπεδο της στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν οι Αμερικανοί έγιναν οι βασικοί σχεδιαστές των διεθνών θεσμικών οργάνων όπως το Σύστημα των Ηνωμένων Εθνών, συμπεριλαμβανομένου του Δ.Ν.Τ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Με την έλευση του Ψυχρού Πολέμου, η αμερικανική ηγετική διάθεση δημιούργησε τη σύγχρονη πολιτική Δύση βασισμένη σε κοινές αξίες, αρχές και ιεραρχία.

Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου -κηρύχθηκε νίκη εξαιτίας της αυτοκαταστροφής του αντιπάλου- αντιθέτως, έφερε θριάμβους και εφησυχασμό. Δημιούργησε μια Pax Americana, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ότι αυτή η περίοδος θα ήταν σύντομη.

Επί του παρόντος, με τον εθνικισμό να αυξάνεται παντού, οι ΗΠΑ, που δεν είναι πλέον αδιαμφισβήτητες, φαίνεται να εστιάζουν περισσότερο στο να παραμείνουν η κυρίαρχη δύναμη παρά να εργαστούν για το κοινό καλό.

Στη Ρωσία, λίγοι άνθρωποι θα ήταν υπέρ της αμερικανικής παγκόσμιας κυριαρχίας. Η ίδια η έννοια θεωρείται συνήθως ότι σημαίνει την παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ, μεταμφιεσμένη. ΟΙ ΗΠΑ ωστόσο μπορούν να φέρουν ακόμη τους πολλούς συμμάχους τους μαζί για να αντιταχθούν στους αντιπάλους τους: στην Κίνα, στη Ρωσία και στο Ιράν. Είναι λιγότερο πιθανό ωστόσο οι ΗΠΑ να ηγηθούν μια αναδιοργάνωσης των πολιτικοοικονομικών συστημάτων των δυτικών χωρών, που χρήζουν μεγάλης επιδιόρθωσης.

Η ηγετική θέση στην παγκόσμια υγειονομική περίθαλψη, στην κλιματική δράση και στη στρατηγική ικανότητα, φαίνεται να είναι εκτός της εμβέλειας της Ουάσιγκτον. Ως εκ τούτου, η αμερικανική ηγεσία επί της Δύσης μπορεί μόνο να ανακτηθεί μερικώς: η ηγετική θέση σε παγκόσμιο επίπεδο είναι too much για οποιαδήποτε χώρα.

Peter Kellner, επισκέπτης μελετητή στο Carnegie Europe
Η σύντομη απάντηση: όχι μέχρι να φύγει ο Donald Trump από τον Λευκό Οίκο.

Για να το δούμε αυτό από μια βρετανική οπτική: ο πρωθυπουργός Boris Johnson έχει καλές προσωπικές σχέσεις με τον Trump. Εάν ο Biden κερδίσει τον Νοέμβριο, ο Johnson θα χρειαστεί να ενεργήσει με προσοχή για να φτάσει όσο το δυνατό πιο κοντά στο νέο πρόεδρο.

Ωστόσο, βλέποντας το αντικειμενικά, η παγκόσμια στάση του Trump ήταν εκτός της γραμμής της Ευρώπης γενικά, συμπεριλαμβανομένου και του Ηνωμένου Βασιλείου. Αυτές οι διαφορές κυμαίνονται από το γενικό -την περιφρόνηση του trump για διεθνείς κανόνες, και θεσμούς- στο ειδικό.

Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όλα τα βασικά κόμματα δεσμεύονται στην Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή, για τη διατήρηση της ισχύος και του ρόλου του ΝΑΤΟ και για την αναβίωση της συμφωνίας με το Ιράν για τα πυρηνικά. Το Ηνωμένο Βασίλειο αύξησε τη χρηματοδότηση του στον ΠΟΥ για να βοηθήσει να καλυφθεί το κενό που άφησε η διακοπή χρηματοδότησης από τις ΗΠΑ, την οποία διέταξε ο trump. Ο Biden φαίνεται να κατανοεί τις βρετανικές -και εν προκειμένω, τις ευρωπαϊκές- ανησυχίες για όλα αυτά τα θέματα.

Ενώ η βραχυπρόθεσμη ατζέντα είναι σαφής, παραμένει ένα μακροπρόθεσμο ζήτημα. Ένα μεγάλο τμήμα του σεβασμού για την αμερικανική παγκόσμια ηγεσία έχει προκύψει από τη συνέπεια με την οποία δεσμευόταν στον παγκόσμιο ρόλο της, πηγαίνοντας πίσω σε πρωτοβουλίες όπως το Σχέδιο Μάρσαλ, το οποίο έκανε τόσα πολλά για την αναβίωση των κατεστραμμένων οικονομιών της Ευρώπης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η ανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης θα χρειαστεί χρόνο -τουλάχιστον, χρόνο για να καταστεί σαφές, εάν καταστεί ποτέ, ότι η εποχή Trump ήταν μια έκτακτη παρέκκλιση και όχι μια προσφυγή σε περιστασιακές πολιτικές, τύπου-trump, από μελλοντικούς Αμερικανούς προέδρους.

ΠΗΓΗ CARNEGIE EUROPE