Να σταματήσει να εφησυχάζει η Ευρώπη, ανεξαρτήτως του ποιος θα είναι στον Λευκό Οίκο

Της Judy Dempsey

Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι ηγέτες κοιτάζουν εμβρόνητοι και με κάποια ηθική ανωτερότητα όσα συμβαίνουν στις ΗΠΑ μετά από τις προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2020.

Όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Trump κήρυξε τη νίκη στις 4 Νοεμβρίου και δήλωσε πως θα ζητούσε από το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ να σταματήσει την καταμέτρηση των επιστολικών ψήφων -οι οποίες μένει να καταμετρηθούν- αρκετοί Γερμανοί πολιτικοί ήξεραν ακριβώς τι σήμαινε αυτό. Οι βασικές αρχές της δημοκρατίας αμφισβητούνται. Η ίδια η ιδέα που αντιπροσωπεύει η Αμερική απειλείται. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τρομάζουν στην ιδέα άλλων τεσσάρων ετών με κυβέρνηση Trump.

Αλλά δεν είναι τόσο αφελείς ώστε να πιστεύουν ότι εάν ο Δημοκρατικός υποψήφιος Joe Biden μπει στον Λευκό Οϊκο τον Ιανουάριο του 2021, όλες οι εντάσεις και οι διαφωνίες που είχε η Ευρώπη με τον Trump, θα γίνουν απλώς κάτι που ανήκει στο παρελθόν.

Μια προεδρία του Biden θα ασχοληθεί τόσο πολύ με τα εσωτερικά ζητήματα που η ατζέντα της εξωτερικής πολιτικής -και αυτό περιλαμβάνει και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής- θα μπει σε δεύτερη μοίρα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν δεν αλλάξει ριζικά τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί, θα είναι σε μεγάλο πρόβλημα. Και εάν επανεκλεγεί ο Trump, η ΕΕ θα έχει ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα.

Δεν είναι μόνο επειδή ο trump είχε δώσει τέλος στους πολυμερείς οργανισμούς στους οποίους οι ΗΠΑ συνέβαλαν να οικοδομηθούν μετά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι διότι αρκετοί ηγέτες εντός της ΕΕ θα ήταν ενθουσιασμένοι με μια νίκη του Trump. Θα έδινε μια πραγματική ώθηση στους εθνικιστές, λαϊκιστές ηγέτες, είτε είναι στην Ουγγαρία, στην Πολωνία ή στη Σλοβενία, όπου ο πρωθυπουργός Janez Jansa συνεχάρη πρόωρα τον Trump.

Οι ανελεύθερες απόψεις του Trump για τη δημοκρατία, την υπευθυνότητα και το δικαστικό σώμα, και η ροπή του για αυταρχικούς ηγέτες είναι πιο κοντά σε αυτούς από ό,τι οι ευρωπαϊκές αξίες βασισμένες στο κράτος δικαίου.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίοι οι ηγέτες των θεσμικών οργάνων της ΕΕ και συγκεκριμένα η Γερμανίδα ΚΑγκελάριος Angela Merkel πρέπει να εκμεταλλευτούν το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών -είτε ο νικητής είναι ο Biden είτε ο Trrump- για να τραβήξουν την Ευρώπη από τον εφησυχασμό της.

Είναι ένας εφησυχασμός που βασίζεται στην απροθυμία να πάρει στα σοβαρά και συλλογικά τις απειλές ασφάλειας. Είναι ένας εφησυχασμός που έχει επιτρέψει στους ηγέτες της Βουλγαρίας, της Ουγγαρίας και της Πολωνίας -για να αναφέρουμε κάποιους- να βγάλουν “νοκ άουτ” το κράτος δικαίου. Εάν υπήρχε ποτέ μια στιγμή η ΕΕ να δράσει πολιτικά και στρατηγικά, σίγουρα αυτή η στιγμή έχει φτάσει.

Πρώτον, η ΕΕ πρέπει να λάβει μέτρα για να επιβάλει κυρώσεις στις κυβερνήσεις που υπονομεύουν τις βασικές αξίες της ΕΕ και τη συνθήκη της. Είτε είναι η Κομισιόν, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που εκπροσωπεί τα κράτη-μέλη, είναι ώρα να σταματήσουν να λένε πως σέβονται τους κανόνες χωρίς να το κάνουν, και να σταματήσουν να καταφεύγουν σε ήπιες απειλές εναντίον κρατών-μελών που παραβιάζουν δημοκρατικές αξίες.

Δεύτερον, και αυτό θα απαιτήσει σαφήνεια από το Βερολίνο, η ΕΕ δεν πρόκειται να έχει καμία στρατηγική επιρροή εάν δεν ενοποιηθεί περαιτέρω πολιτικά. Όσο περισσότερο καθυστερεί, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος περαιτέρω πολιτικού κατακερματισμού εντός της ΕΕ. Οι εθνικιστές και λαϊκιστές ηγέτες, αλλά επίσης και η αδράνεια των ηγετών των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, τροφοδοτούν αυτές τις τάσεις.

Τρίτον, οι ηγέτες της ΕΕ πρέπει να αναγνωρίσουν ότι η ασφάλεια και η άμυνα, αγκιστρωμένες στο ΝΑΤΟ, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως δεδομένες.

Η περιφρόνηση του Trump στο ΝΑΤΟ είναι γνωστή καλά. Όσον αφορά σε μια προεδρία του Biden, μια τέτοια κυβέρνηση δεν πρόκειται να υποχωρήσει στους συμμάχους της. Σκεφτείτε απλώς σε τι απελπισία βρισκόταν οι υπουργοί Άμυνας επι κυβερνήσεων Obama για τις στρατηγικές και οικονομικές ελλείψεις του ΝΑΤΟ.

Οι επικεφαλής του Πενταγώνου είναι επίσης εξαγριωμένες με την ανικανότητα της Ευρώπης να πάρει στα σοβαρά την δική της ασφάλεια και άμυνα. Αυτό είναι που πρέπει οι Ευρωπαίοι ηγέτες, ιδιαίτερα οι μεγάλες χώρες, να εξηγήσουν, εάν θέλουν “στρατηγική αυτονομία” -και τι σημαίνει ακριβώς αυτός ο όρος- ή εάν θέλουν να δώσουν στο ΝΑΤΟ πραγματικό στρατηγικό προβάδισμα.

Σε κάθε περίπτωση, το ΝΑΤΟ και η ΕΕ βρίσκονται στην ίδια βάρκα. Από τη στιγμή που τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη είναι μέλη και στους δύο οργανισμούς, μοιράζονται την ίδια πνευματική δυσφορία: την απουσία μιας στρατηγικής κουλτούρας που θα αγκαλιάσει την ιδέα της σκληρής δύναμης.

Αυτή η απουσία είναι έντονη όταν πρόκειται για τις σχέσεις της Ευρώπης με τους Ανατολικούς και Νότιους γείτονες της.

Είναι οκ για τους Ευρωπαίους ηγέτες να διαμαρτύρονται ότι ο Trump δείχνει μικρό ενδιαφέρον για τη σύγκρουση μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ ή για τις ειρηνικές φιλό-δημοκρατικές διαδηλώσεις στη Λευκορωσία ή για την καταστροφική πολιτική που προωθεί ο πρόεδρος της Τουρκίας, Recep Tayyip Erdogan.

Αλλά από τη στιγμή που όλα αυτά τα ζητήματα επηρεάζουν την ασφάλεια και σταθερότητα της Ευρώπης, η ΕΕ χρειάζεται να αναλάβει την πολιτική και στρατηγική ικανότητα για να τα αντιμετωπίσει.

Ως έχει, το κενό ηγεσίας που άφησαν οι ΗΠΑ και η ανικανότητα της ΕΕ να αντισταθμίσει με οποιονδήποτε τρόπο αυτό το κενό, το εκμεταλλεύονται οι πρωταγωνιστές σε αυτές τις γειτονικές χώρες και η Ρωσία.

Όποιος και αν βρεθεί στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο, δεν θα αποκαταστήσει την αμερικανική ηγετική θέση παγκοσμίως εν μία νυκτί. Αυτό θα πρέπει να δώσει στους Ευρωπαίους ακόμη περισσότερους λόγους να απορρίψουν μια νοοτροπία εφησυχασμού που καταστρέφει τα συμφέροντα της ένωσης, πλήττει τις αξίες της και βλάπτει κάθε προσπάθεια να γίνει ένας μεγάλος στρατηγικός παράγοντας.

Πηγή Carnegie Europe