FT: Η ώρα της ανάκαμψης και ο μεγαλύτερος κίνδυνος της Ευρώπης

του Martin Sandbu

Αν ψάξεις, μπορείς να βρεις λόγους αισιοδοξίας στις οικονομικές προβλέψεις που δημοσιοποίησε την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ενώ η Ευρώπη διολίσθησε και πάλι σε ύφεση λόγω των νέων lockdown, το περασμένο έτος ήταν τελικά καλύτερο του αναμενόμενου. Με βελτιωμένες προοπτικές ανάπτυξης από το τέλος αυτού του έτους, η ΕΕ θα ανακτήσει την απώλεια οικονομικής παραγωγής της μέχρι τα μέσα του 2021, νωρίτερα απ’ όσο αναμενόταν προηγουμένως.

Αλλά αν ψάξει κανείς για αισιόδοξα μηνύματα, θα χάσει το σημαντικότερο εύρημα της πρόβλεψης, που είναι ότι η οικονομική παραγωγή του μπλοκ θα παραμείνει σημαντικά χαμηλότερη της προ-πανδημίας τάσης. Ορισμένες οικονομίες -η ισπανική και η ιταλική- θα συνεχίσουν να μην έχουν ανακτήσει τα επίπεδα εθνικού εισοδήματος του τέλους του 2019 μέχρι το τέλος του επόμενου έτους.

Με άλλα λόγια, οι Βρυξέλλες επί του παρόντος, περιμένουν πως η ΕΕ θα συνεχίσει να πλήττεται οικονομικά από την πανδημία για αρκετό διάστημα αφού (ελπίζουμε) καταπολεμηθεί η απειλή της υγείας και αρθούν τα lockdown. Οι πολιτικοί ηγέτες δεν θα πρέπει να το αφήσουν αυτό να συμβεί. Αντιθέτως, πρέπει να στοχεύσουν να υπεραποδώσουν των προβλέψεων, με πιο επιθετικές πολιτικές ενέργειες από αυτές που προβλέπονται τώρα.

Αυτό σημαίνει, πάνω απ’ όλα, να δώσουν στην ανάκαμψη όσο το δυνατόν περισσότερη δημοσιονομική στήριξη. Οι κυβερνήσεις έχουν σε μεγάλο βαθμό κάνει αξιοθαύμαστη δουλειά για να στηρίξουν τις οικονομίες τους μέχρι τώρα. Το επικίνδυνο σημείο θα έρθει καθώς θα ανεβάζει ταχύτητα η ανάπτυξη από τα μέσα του έτους, όταν τα προγράμματα εμβολιασμού θα έχουν ολοκληρωθεί επαρκώς, ώστε να αρθούν οι περισσότεροι περιορισμοί στις δραστηριότητες.

Σε εκείνο το σημείο, οι κυβερνήσεις ορθά θα αρχίσουν να περιορίζουν σταδιακά τα πακέτα εισοδηματικής στήριξης που έχουν βοηθήσει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά να μη «βουλιάξουν». Ο κίνδυνος είναι πως αυτό θα αποσύρει υπερβολικά μεγάλη ζήτηση από την οικονομία και θα θέσει σε κίνδυνο την ανάκαμψη. Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΔΝΤ, πολλές οικονομίες, συμπεριλαμβανομένων της γερμανικής, της ισπανικής και της ολλανδικής, ετοιμάζονται για τεράστιες διαρθρωτικές δημοσιονομικές συσφίξεις φέτος.

Αυτό μπορεί να μην καταδικάσει την ανάκαμψη: η επιθυμία για κατανάλωση και η μετά την πανδημία αισιοδοξία θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ιδιωτική ζήτηση τόσο ώστε να αντισταθμιστεί ο περιορισμός εξόδων του δημόσιου τομέα. Αλλά η ελπίδα δεν είναι μια στέρεη βάση για την πολιτική. Οι κίνδυνοι που απειλούν να συγκρατήσουν την ιδιωτική ζήτηση είναι υπερβολικά μεγάλοι και πολυάριθμοι.

Μεταξύ αυτών είναι ο μεγάλος αριθμός των προβληματικών εταιρειών, η ημέρα κρίσεως για τις οποίες έχει αναβληθεί λόγω των φθηνών δανείων και της αναστολής των διαδικασιών πτώχευσης. Σύντομα, όμως, τα εταιρικά χρέη και ένα πιθανό κύμα κατάρρευσης εταιρειών θα περιορίσει την ικανότητα του ιδιωτικού τομέα να ανακάμψει.

Ένας άλλος κίνδυνος είναι η αισιοδοξία και η εμπιστοσύνη να μην υλοποιηθούν. Οι ακραίες αλλαγές που έχουν φέρει τα πάνω κάτω στις ζωές και τον βιοπορισμό μας θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον κόσμο να αποταμιεύσει μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του απ’ ό,τι προηγουμένως, από επιφύλαξη.

Έπειτα υπάρχει η «υστέρηση»: η τάση της μόνιμης ικανότητας της οικονομίας να συρρικνώνεται, αν δεν χρησιμοποιείται πλήρως για πολύ καιρό. Αυτά είναι διάφορα προβλήματα που απαιτούν διαφορετικές λύσεις πολιτικής. Αλλά θα μπορούσαν όλα να μετριαστούν από ισχυρά μέτρα δημοσιονομικής τόνωσης. Γι’ αυτό ακριβώς μόλις αρχίσει να μειώνεται σταδιακά η ενίσχυση των εισοδημάτων, θα πρέπει να αντικατασταθεί από περισσότερη συμβατική δημοσιονομική τόνωση.

Η Ευρώπη θα μπορούσε να μάθει από τον Joe Biden, ο οποίος αποφάσισε πως ο κίνδυνος να γίνουν υπερβολικά λίγα, υπερέχει του κινδύνου να γίνουν υπερβολικά πολλά. Παραδόξως, το δημοσιονομικό πακέτο του Αμερικανού προέδρου έχει δεχθεί φίλια πυρά από αυθεντίες όπως ο Lawrence Summers και ο Oliver Blanchard, που ανησυχούν πως θα υπερθερμάνει την οικονομία.

Στην πραγματικότητα, η υπερθέρμανση και απίθανη θα ήταν, αλλά και ένα καλό πρόβλημα. Η «υπερβολική» ανάπτυξη θα περιόριζε αυτομάτως την προτεινόμενη δημοσιονομική απάντηση -μέρος της οποίας παίρνει τη μορφή παρατεταμένων επιδομάτων ανεργίας. Και τα τελευταία προ-πανδημίας χρόνια απέδειξαν πως η συνεχιζόμενη πίεση της υψηλής ζήτησης, εκτός του ότι προκαλεί πληθωρισμό, θα μπορούσε να αντιστρέψει τη μεγάλη πτώση της συμμετοχής του αμερικανικού εργατικού δυναμικού.

Θα ήταν τραγικό αν ο σκεπτικισμός στις ΗΠΑ ενισχύσει τις αμφιβολίες για μια δυνατή δημοσιονομική τόνωση στην Ευρώπη, που τη χρειάζεται εξίσου. Αυτή δεν θα προέλθει από το πανευρωπαϊκό πακέτο ανάκαμψης, το μέγεθος του οποίου είναι μικρότερο των εθνικών προϋπολογισμών. Οι Βρυξέλλες περιμένουν πως τα χρήματα της «ανάκαμψης και ανθεκτικότητας» θα ενισχύσουν τις οικονομίες της Ευρώπης έως και κατά 2% του ΑΕΠ, και περισσότερο στις όχι τόσο εύπορες περιοχές. Αλλά η απαραίτητη επιπλέον ενίσχυση πρέπει να προέλθει από την απελευθέρωση της ευρύτερης δημοσιονομικής ισχύος των κυβερνήσεων.

Η άρση των εθνικών αυτοπεριορισμών στις δαπάνες ελλείμματος θα μπορούσε, από οικονομικής απόψεως, να είναι η σημαντικότερη συμβολή του ευρωπαϊκού χρήματος. Το μπλοκ πρέπει επίσης χωρίς καθυστέρηση να παρατείνει την αναστολή των κανονικών δημοσιονομικών κανόνων, που αλλιώς θα λήξουν στο τέλος του τρέχοντος έτους.

Οι Αμερικανοί έχουν την τύχη να κυβερνώνται από έναν πρόεδρο που έχει μάθει το μάθημα της προηγούμενης κρίσης. Ήρθε η ώρα να δείξουν οι Ευρωπαίοι πως και αυτοί μπορεί να έχουν τύχη.

ΠΗΓΗ FT