Έκκληση Powell στο Κογκρέσο των ΗΠΑ για νέο πακέτο δημοσιονομικής τόνωσης – Κίνδυνος να “φρενάρει” η ανάκαμψη

Της Sarah Hansen

Ο πρόεδρος της Federal Reserve Jerome Powell προειδοποίησε την Τρίτη ότι, ενώ η οικονομική ανάκαμψη προχωρά πιο γρήγορα από το αναμενόμενο, αυτή η ανάκαμψη “έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της” και ότι ενδεχομένως “τραγικές” συνέπειες θα μπορούσαν να βρίσκονται μπροστά μας εάν η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των ΗΠΑ τερματίσει πρόωρα τη δημοσιονομική υποστήριξή της στην οικονομία.

Τα σχόλια του προέδρου της Fed έρχονται καθώς οι κορυφαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ουάσιγκτον αγωνίζονται να καταλήξουν στους όρους του επόμενου ομοσπονδιακού νομοσχεδίου δημοσιονομικής τόνωσης της οικονομίας έναντι των επιπτώσεων του κορονοϊού τις τελευταίες ημέρες πριν από τις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου για τον νέο πρόεδρο των ΗΠΑ και για το νέο Κογκρέσο.

“Η ανάκαμψη θα είναι ισχυρότερη και θα κινηθεί γρηγορότερα εάν η νομισματική και δημοσιονομική πολιτική συνεχίσουν να βαδίζουν χέρι-χέρι”, δήλωσε ο Powell στον προετοιμασμένο λόγο του στην ετήσια συνάντηση της National Association for Business Economics.

Ο τερματισμός της δημοσιονομικής στήριξης της οικονομίας αυτή τη στιγμή – με την αποτυχία έγκρισης από το Κογκρέσο ενός νέου πακέτου βοήθειας – ανοίγει την προοπτική εκτροχιασμού μιας ανάκαμψης η οποία έχει υπάρξει μέχρι στιγμής ταχύτερη του αναμενομένου, ωστόσο εξακολουθεί να είναι απίστευτα εύθραυστη, όπως ανέφερε ο Powell.

Ιδιαίτερος είναι ο κίνδυνος για τα κέρδη σε ό,τι αφορά τις αποδοχές των εργαζομένων τα τελευταία χρόνια, ειδικά για εκείνους που βρίσκονται χαμηλότερο άκρο του φάσματος των εισοδημάτων, αλλά και για τα κέρδη που έχουν καταγράψει οι γυναίκες στην αγορά εργασίας.

Ήδη, οι γυναίκες αποχωρούν από το εργατικό δυναμικό σε πολύ υψηλότερο ποσοστό σε σχέση με τους άνδρες λόγω των απαιτήσεων της μέριμνας για τα παιδιά και της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

“Ακόμα κι αν οι δράσεις σε επίπεδο πολιτικής αποδειχθούν τελικώς μεγαλύτερες σε σχέση με τις ανάγκες”, είπε ο Πάουελ, “δεν πρόκειται να πάνε χαμένες”.

Η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων (κάτω σώματος του Κογκρέσου) Nancy Pelosi (βουλευτής του Δημοκρατικού Κόμματος από την Καλιφόρνια) και ο υπουργός Οικονομικών Steven Mnuchin συνέχισαν τις διαπραγματεύσεις για το επόμενο ομοσπονδιακό νομοσχέδιο δημοσιονομικής τόνωσης την περασμένη εβδομάδα, μετά την κατάρρευση των σχετικών συνομιλιών μέσα στον Αύγουστο.

Οι “κεφαλές” των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο, με επικεφαλής την Pelosi και η κυβέρνηση Τραμπ συμφωνούν για την ανάγκη ακόμη ενός πακέτου τόνωσης, ωστόσο έντονες διαφωνίες σχετικά με το τελικό χρηματικό του ύψος και με συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές όπως η ομοσπονδιακή συμπληρωματική ασφάλιση ανεργίας και η μεγαλύτερη βοήθεια προς τις πολιτειακές και τις τοπικές κυβερνήσεις έχουν αποτρέψει μέχρι σήμερα τις δύο πλευρές από την επίτευξη συναίνεσης ως προς το περιεχόμενο του νομοσχεδίου.

“Η προειδοποίηση του προέδρου Powell δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη: απαιτείται άμεση δράση για να αποφευχθεί μια οικονομική καταστροφή από την επέλαση της πανδημίας του κοροναϊού”, δήλωσε η Pelosi σε δήλωση μετά τις παρατηρήσεις Powell.

Στα τέλη Αυγούστου, ο Powell ανακοίνωσε μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο η Fed διαχειρίζεται τον πληθωρισμό. Η διατήρηση σταθερού πληθωρισμού περίπου στο 2%, προκειμένου να διατηρηθούν οι τιμές σταθερές, όσον αφορά το ένα σκέλος της “διπλής εντολής” της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας, καθώς και για τη διασφάλιση των μέγιστων επιπέδων απασχόλησης. Αντί να αυξήσει τα επιτόκια προκειμένου να αποτρέψει τον πληθωρισμό από το να υπερβεί τον συγκεκριμένο στόχο, η Fed μπορεί τώρα να υιοθετήσει μια πολιτική που να στοχεύει σε έναν μέσο πληθωρισμό 2% σε ένα ευρύτερο χρονικό πλαίσιο, πράγμα που σημαίνει ότι θα επιτρέψει στον πληθωρισμό να ξεπεράσει αυτό το όριο αναφοράς για κάποιο διάστημα εάν αυτό κριθεί απαραίτητο.

Η αλλαγή αυτή έχει σχεδιαστεί προκειμένου να εμποδίσει την κεντρική τράπεζα από το να αποσύρει την κρίσιμη στήριξη της οικονομίας υπερβολικά νωρίς κατά τη διάρκεια της ύφεσης.

Πηγή Forbes